ἐπιχαλῶντες

ἐπιχαλῶντες
ἐπιχαλάω
loosen
pres part act masc nom/voc pl
ἐπιχαλάω
loosen
fut part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιχαλώ — ἐπιχαλῶ, άω (Α) 1. χαλαρώνω («τὸν δεσμὸν ἐπιχαλῶντες», Λουκιαν.) 2. παρεμβάλλω, παρενείρω, συνυφαίνω 3. υποχωρώ, ενδίδω («σὺ μὲν θρασύς τε καὶ πικραῑς δύαισιν οὐδὲν ἐπιχαλᾷς» εσύ είσαι σκληρός και δεν υποχωρείς καθόλου στις πικρές σου συμφορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”